κανατάς

κανατάς
ο
ο κατασκευαστής ή πωλητής κανατιών: Ο γείτονάς μου είναι κανατάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κανατάς — ο, θηλ. κανατού [κανάτι] κατασκευαστής ή πωλητής κανατιών, αγγειοπλάστης, αγγειοπώλης, σταμνάς, τσουκαλάς …   Dictionary of Greek

  • Κανατάς, Ανδρέας — Αγωνιστής του 1821 από την Αίγινα. Σκοτώθηκε ενώ πολεμούσε γενναία (τον Ιανουάριο του 1822) στην πολιορκία της Ακρόπολης …   Dictionary of Greek

  • Κανάτας, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821. Έλαβε μέρος στις πολιορκίες του Μεσολογγίου. Χρησιμοποιήθηκε ως αγγελιαφόρος των πολιορκημένων προς τα ελληνικά σώματα που βρίσκονταν στην Ακαρνανία. Ο ίδιος έφερε την είδηση της Εξόδου στον Καραϊσκάκη και μετέφερε την… …   Dictionary of Greek

  • Stefanos Linaios — Στέφανος Ληναίος Born August 1928 Messini Occupation Actor Stefanos Linaios (Greek: Στέφανος Ληναίος), born Dionysios Mytilinaios (Διονύσιος Μυτιληναίος) in August 1928 in Messini, Messinia, Greece), is a Greek actor, writer, director, and… …   Wikipedia

  • Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 …   Wikipedia

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

  • μισσούρι(ο)ν — μισσούρι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. είδος βαθιού πιάτου ή κανάτας για το κρασί 2. μέτρο χωρητικότητας υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missorium «πιάτο» < μσν. λατ. mensorium «δοχείο»] …   Dictionary of Greek

  • πιάσμα — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιάνω και πιάνομαι, το πιάσιμο 2. (για δοχεία) η λαβή, το χερούλι («έσπασε το πιάσμα τής κανάτας») 3. το μέσο που χρησιμοποιεί κάποιος για να λάβει, να πιάσει κάτι, η πιάστρα («κατεβάζω το τσουκάλι από τη …   Dictionary of Greek

  • χερούλι — το, Ν 1. λαβή σκεύους, εργαλείου ή άλλου αντικειμένου (α. «το χερούλι τής κανάτας» β. «το χερούλι τής πόρτας») 2. τρυφερό, αγαπημένο χέρι («πέτα, περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + υποκορ. κατάλ. ούλι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”